- γρυλοτάλπα
- (gryllotalpa). Έντομο της τάξης των ορθοπτέρων. Βλ. λ. γρυλασπάλακας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηχοπαραγωγικοί μηχανισμοί ζώων — Έμφυτοι ή όχι μηχανισμοί, με τους οποίους τα διάφορα είδη ζώων παράγουν ήχους. Ο λόγος της παραγωγής ήχων από τα ζώα δεν είναι πάντα γνωστός, σε γενικές όμως γραμμές φαίνεται να σχετίζεται με την αναγνώριση των ατόμων του ίδιου είδους, την… … Dictionary of Greek